Το οίδημα αποτελεί έκφραση της διαταραχής, δυσλειτουργίας και λανθάνουσας λειτουργίας του λεμφικού συστήματος.
Η αριστερή κοιλία της καρδιάς ωθεί το αίμα με μεγάλη πίεση στο αρτηριακό σύστημα του σώματος, το οποίο διαιρείται συνεχώς με κατάληξη στα αιμοφόρα τριχοειδή. Αυτά με τη σειρά τους, είναι υπεύθυνα για τον εφοδιασμό των κυττάρων με θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο. Τα προϊόντα του καταβολισμού διοχετεύονται στο φλεβικό αίμα της συστηματικής κυκλοφορίας με κατάληξη στον δεξιό κόλπο της καρδιάς. Το φλεβικό αίμα από τον δεξιό κόλπο της καρδιάς περνά στη δεξιά κοιλία και με την πνευμονική αρτηρία εισρέει στον πνευμονικό λοβό, όπου ακολουθούμενο την «μικρή κυκλοφορία» αποκαθαιρείται. Μέρος των προϊόντων του καταβολισμού αποτελούν μεγαλομόρια (όπως πρωτεΐνες, λίπη κλπ) τα οποία δε μπορούν να εισέλθουν στα λεπτά αιμοφόρα τριχοειδή του φλεβικού συστήματος, επομένως εισέρχονται ως λέμφος στα λεμφαγγεία.
Τα λεμφαγγεία ξεκινούν ως λεμφικά τριχοειδή, συνεχίζουν ως συλλεκτικά λεμφαγγεία και καταλήγουν ως λεμφογάγγλια. Το λεμφικό σύστημα σχηματίζεται από το επιπολής λεμφικό σύστημα, το εν τω βάθει λεμφικο σύστημα και τέλος τα σπλαγχνικά αγγεία.
το λεμφικό σύστημα
photo credits to solarismed
Φυσιολογικά η μέση τριχοειδική πίεση στο αρτηριακό άκρο των τριχοειδών είναι κατά 15-24 mmΗg μεγαλύτερη της μέσης τριχοειδικής πίεσης στο φλεβικό άκρο. Εξαιτίας αυτής της διαφοράς στα αρτηριακά άκρα διηθείται προς τα έξω υγρό, το οποίο επαναρροφάται στο εσωτερικό των τριχοειδών από το φλεβικό άκρο. (νόμος Frank και Starling).
Η ανταλλαγή της ύλης και συγκεκριμένα η εισροή υγρού από το αρτηρίδιο στον ενδιάμεσο χώρο, με κυτταρική διήθηση βρίσκεται σε ισορροπία με την εκροή υγρού από το μεσοδιάστημα, τόσο μέσω της επαναρρόφησης στα φλεβικά τριχοειδή όσο και μέσω της παροχέτευσης των λεμφαγγείων.
Οίδημα εκδηλώνεται, όταν:
1. Αυξάνεται η διήθηση στον ενδιάμεσο χώρο
Αυξημένη διήθηση συμβαίνει όταν:
Αυξημένη πίεση στο φλεβικό άκρο του τριχοειδούς προκαλεί μεγαλύτερη συγκέντρωση υγρού στον ενδιάμεσο χώρο, άρα οίδημα. Οίδημα δημιουργείται μόνο όταν η αυξημένη πίεση στο φλεβικό άκρο του τριχοειδούς υπερβεί τη μεταφορική ικανότητα του λεμφικού συστήματος. Το γεγονός αυτό ονομάζεται λεμφοδυναμική ανεπάρκεια.
Πρόκειται κυρίως για συμμετρικά οιδήματα.
2. Μειώνεται η εκροή υγρού από τον ενδιάμεσο ιστικό χώρο.
Μείωση λεμφικής παροχέτευσης
Η μείωση της λεμφικής παροχέτευσης συμβαίνει σε περιπτώσεις εκφύλισης του λεμφικού συστήματος, δηλαδή σε προσβολή τόσο των λεμφαγγείων όσο και των λεμφαδένων. Χαρακτηρίζεται ως λεμφοστατική ανεπάρκεια και αφορά τη μείωση της λεμφικής μεταφορικής ικανότητας. Η εκφύλιση του λεμφικού συστήματος μπορεί να είναι: i) οργανική ή ii) λειτουργική.
Όταν η εκφύλιση του λεμφικού συστήματος σε κάποιο σημείο της οδού του προκύπτει από ενδογενή δυσλειτουργία, τότε χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθές λεμφοίδημα, ενώ όταν υφίσταται καταστροφή σε κάποιο τμήμα της λεμφικής οδού, η οποία προκαλείται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα όπως π.χ. χειρουργική επέμβαση, ως δευτεροπαθές. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ένα λεμφοίδημα χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθές όταν είναι άγνωστη η αιτιολογία του, ενώ ως δευτεροπαθές όταν είναι γνωστή η αιτιολογία του.